Ὁμηρικόν

Ὁμηρικόν
Ὁμηρικός
Homeric
masc acc sg
Ὁμηρικός
Homeric
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζάτος, Παναγής — (Γαλάτσι Ρουμανίας 1871 – Αθήνα 1941). Φιλόλογος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας (1913). Αρχικά σταδιοδρόμησε ως καθηγητής φιλόλογος σε σχολεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”